θεατρώνης

θεατρώνης
ο (Α θεατρώνης)
νεοελλ.
θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου
αρχ.
(στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο στην πολιτεία και διατηρούσε το θέατρο σε καλή κατάσταση, ο ενοικιαστής και υπεύθυνος επιμελητής τού θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. βο-ώνης, τελ-ώνης, χρυσ-ώνης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεατρώνης — ο επιχειρηματίας θεατρικών παραστάσεων: Πολλοί πρωταγωνιστές είναι και θιασάρχες και θεατρώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεατρῶναι — θεατρώνης lessee of a theatre masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Theorica — (Gr. polytonic|Θεωρικά) was in ancient Athens the name for the fund of monies expended on festivals, sacrifices, and public entertainments of various kinds; and also monies distributed among the people in the shape of largesses from the… …   Wikipedia

  • ТЕОРИКОН —    • Θεωρικόν,          θεωρικά, назывались деньги, выдававшиеся в Афинах со времен Перикла из государственной казны бедным гражданам для доставления им доступа в театр. Содержание театра в порядке отдавалось на откуп частному лицу (θεατρώνης или …   Реальный словарь классических древностей

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”